- ἱερόστολος
- ἱερό-στολος, ὁ, an Egyptian priestA who had charge of the sacred vestments,= στολιστής, Plu.2.352b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιερόστολος — ἱερόστολος, ὁ (Α) (στην Αίγυπτο) ιερέας που είχε την επιμέλεια τών ιερών στολών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + στολος (< στολή), πρβλ. λινό στολος, μελανό στολος] … Dictionary of Greek
ἱεροστόλοις — ἱερόστολος who had charge of the sacred vestments masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
ιεροστολιστής — ἱεροστολιστής, ὁ (Α) ιερόστολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + στολιστής < στολίζω] … Dictionary of Greek